- ευστήρικτος
- -η, -ο (ΑΜ εὐστήρικτος, -ον)ο στηριγμένος καλά, ο στερεός, ο σταθερόςνεοελλ.1. αυτός που μπορεί να στηριχθεί, να στερεωθεί εύκολα και με ασφάλεια2. αυτός που μπορεί να τεκμηριωθεί εύκολα («ευστήρικτα επιχειρήματα»).
Dictionary of Greek. 2013.